εκαλιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκαλιώτικος η εκαλιώτικη το εκαλιώτικο
      γενική του εκαλιώτικου της εκαλιώτικης του εκαλιώτικου
    αιτιατική τον εκαλιώτικο την εκαλιώτικη το εκαλιώτικο
     κλητική εκαλιώτικε εκαλιώτικη εκαλιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκαλιώτικοι οι εκαλιώτικες τα εκαλιώτικα
      γενική των εκαλιώτικων των εκαλιώτικων των εκαλιώτικων
    αιτιατική τους εκαλιώτικους τις εκαλιώτικες τα εκαλιώτικα
     κλητική εκαλιώτικοι εκαλιώτικες εκαλιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκαλιώτικος < Εκαλιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kaˈʎo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κα‐λιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

εκαλιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Εκάλη ή τους κατοίκους της

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]