εκατοστάρηδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εκατοστάρηδες

  1. εκατοστάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. εκατοστάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. εκατοστάρης, στην κλητική του πληθυντικού