εκατόευρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκατόευρο τα εκατόευρα
      γενική του εκατόευρου των εκατόευρων
    αιτιατική το εκατόευρο τα εκατόευρα
     κλητική εκατόευρο εκατόευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκατόευρο < εκατό + -ο- + ευρώ + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκατόευρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]