εκατόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εκατόφυλλο | τα | εκατόφυλλα |
γενική | του | εκατόφυλλου & εκατοφύλλου |
των | εκατόφυλλων & εκατοφύλλων |
αιτιατική | το | εκατόφυλλο | τα | εκατόφυλλα |
κλητική | εκατόφυλλο | εκατόφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκατόφυλλο ουδέτερο
- (μεταφορικά) που έχει εκατό φύλλα, αναφέρεται συχνά σε είδος τριαντάφυλλου με πολλά φύλλα
- τον συνάντησαν να κοιμάται μέσα στη σπηλιά του, σφίγγοντας στο στήθος του ένα εκατόφυλλο μεγάλο ρόδο (Κλ́ίμακες και διαβαθμ́ίσεις, Walter Puchner, Εκδ. Ιωλκός, 2003, σελ. 164)
- Είχε γράψει όλα τα ποιήματα σ' ένα εκατόφυλλο τετράδιο (Ρώσικη τριλογία: Ο Διορθωτής, Λεωφόρος Πάστερνακ, Μια Πράγα στον καθένα, Aλέξης Πάρνης - 2012)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκατόφυλλο
|