εκβαρβαρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκβαρβαρισμός < εκβαρβαρίζω + -μός < εκ- + βάρβαρος + -ίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκβαρβαρισμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βάρβαρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκβαρβαρισμός
|