εκβιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκβιασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκβιασμός < αρχαία ελληνική ἐκβιάζω < ἐκ + βιάζω[1] < βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ek.vi.aˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐βι‐α‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκβιασμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκβιάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκβιασμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκβιάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)