εκβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκβολή | οι | εκβολές |
γενική | της | εκβολής | των | εκβολών |
αιτιατική | την | εκβολή | τις | εκβολές |
κλητική | εκβολή | εκβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκβολή < αρχαία ελληνική ἐκβολή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκβολή θηλυκό