εκδίδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδίδω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

εκδίδω

  1. τυπώνω κάτι και το κυκλοφορώ, το δημοσιεύω σε έντυπη μορφή
  2. ανακοινώνω απόφαση
  3. συλλαμβάνω αλλοδαπό εγκληματία και τον παραδίνω στην αστυνομία της χώρας του
  4. συντάσσω επίσημο έγγραφο και το παραδίδω στον αιτούντα
  5. κάνω μια γυναίκα πόρνη και της βρίσκω πελατεία επί πληρωμή
     συνώνυμα: εκπορνεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]