εκδίδω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδίδω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
εκδίδω
- τυπώνω κάτι και το κυκλοφορώ, το δημοσιεύω σε έντυπη μορφή
- ανακοινώνω απόφαση
- συλλαμβάνω αλλοδαπό εγκληματία και τον παραδίνω στην αστυνομία της χώρας του
- συντάσσω επίσημο έγγραφο και το παραδίδω στον αιτούντα
- κάνω μια γυναίκα πόρνη και της βρίσκω πελατεία επί πληρωμή
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδίδω