εκδίπλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδίπλωση οι εκδιπλώσεις
      γενική της εκδίπλωσης* των εκδιπλώσεων
    αιτιατική την εκδίπλωση τις εκδιπλώσεις
     κλητική εκδίπλωση εκδιπλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδιπλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδίπλωση < εκ- + δίπλωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκδίπλωση θηλυκό

  • (λόγιο) το ξεδίπλωμα
    Μέσα στην πολυφωνία των σχετικών απόψεων ξεχωρίζει βέβαια η φωνή του ναπολιτάνου φιλοσόφου Giambattista Vico, ο οποίος τελείως προδρομικά δοκίμασε να επεξεργαστεί μια άλλη σχέση θρησκείας και κοινωνίας, συνδέοντας μια αντίληψη της «πολιτικής θεολογίας» που μελετά την εκδίπλωση της θείας πρόνοιας στην ιστορία με το αίτημα της αυτονόμησης της κοινωνίας τόσο από τη σφαίρα της φύσης όσο και από τη σφαίρα της θείας χάριτος. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]