εκδηλωτικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκδηλωτικότητα < εκδηλωτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκδηλωτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του εκδηλωτικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκδηλωτικότητα
|