εκδημοκρατίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκδημοκρατίζω < εκ- + δημοκρατ(ία) + -ίζω, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική démocratiser < démocratique < αρχαία ελληνική δημοκρατικός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εκδημοκρατίζω, αόρ.: εκδημοκράτισα, παθ.φωνή: εκδημοκρατίζομαι, π.αόρ.: εκδημοκρατίστηκα, μτχ.π.π.: εκδημοκρατισμένος
- κάνω ένα σύστημα δημοκρατικό
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκδημοκρατίζω | εκδημοκράτιζα | θα εκδημοκρατίζω | να εκδημοκρατίζω | εκδημοκρατίζοντας | |
β' ενικ. | εκδημοκρατίζεις | εκδημοκράτιζες | θα εκδημοκρατίζεις | να εκδημοκρατίζεις | εκδημοκράτιζε | |
γ' ενικ. | εκδημοκρατίζει | εκδημοκράτιζε | θα εκδημοκρατίζει | να εκδημοκρατίζει | ||
α' πληθ. | εκδημοκρατίζουμε | εκδημοκρατίζαμε | θα εκδημοκρατίζουμε | να εκδημοκρατίζουμε | ||
β' πληθ. | εκδημοκρατίζετε | εκδημοκρατίζατε | θα εκδημοκρατίζετε | να εκδημοκρατίζετε | εκδημοκρατίζετε | |
γ' πληθ. | εκδημοκρατίζουν(ε) | εκδημοκράτιζαν εκδημοκρατίζαν(ε) |
θα εκδημοκρατίζουν(ε) | να εκδημοκρατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκδημοκράτισα | θα εκδημοκρατίσω | να εκδημοκρατίσω | εκδημοκρατίσει | ||
β' ενικ. | εκδημοκράτισες | θα εκδημοκρατίσεις | να εκδημοκρατίσεις | εκδημοκράτισε | ||
γ' ενικ. | εκδημοκράτισε | θα εκδημοκρατίσει | να εκδημοκρατίσει | |||
α' πληθ. | εκδημοκρατίσαμε | θα εκδημοκρατίσουμε | να εκδημοκρατίσουμε | |||
β' πληθ. | εκδημοκρατίσατε | θα εκδημοκρατίσετε | να εκδημοκρατίσετε | εκδημοκρατίστε | ||
γ' πληθ. | εκδημοκράτισαν εκδημοκρατίσαν(ε) |
θα εκδημοκρατίσουν(ε) | να εκδημοκρατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκδημοκρατίσει | είχα εκδημοκρατίσει | θα έχω εκδημοκρατίσει | να έχω εκδημοκρατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκδημοκρατίσει | είχες εκδημοκρατίσει | θα έχεις εκδημοκρατίσει | να έχεις εκδημοκρατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκδημοκρατίσει | είχε εκδημοκρατίσει | θα έχει εκδημοκρατίσει | να έχει εκδημοκρατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκδημοκρατίσει | είχαμε εκδημοκρατίσει | θα έχουμε εκδημοκρατίσει | να έχουμε εκδημοκρατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκδημοκρατίσει | είχατε εκδημοκρατίσει | θα έχετε εκδημοκρατίσει | να έχετε εκδημοκρατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκδημοκρατίσει | είχαν εκδημοκρατίσει | θα έχουν εκδημοκρατίσει | να έχουν εκδημοκρατίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκδημοκρατίζομαι | εκδημοκρατιζόμουν(α) | θα εκδημοκρατίζομαι | να εκδημοκρατίζομαι | ||
β' ενικ. | εκδημοκρατίζεσαι | εκδημοκρατιζόσουν(α) | θα εκδημοκρατίζεσαι | να εκδημοκρατίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκδημοκρατίζεται | εκδημοκρατιζόταν(ε) | θα εκδημοκρατίζεται | να εκδημοκρατίζεται | ||
α' πληθ. | εκδημοκρατιζόμαστε | εκδημοκρατιζόμαστε εκδημοκρατιζόμασταν |
θα εκδημοκρατιζόμαστε | να εκδημοκρατιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκδημοκρατίζεστε | εκδημοκρατιζόσαστε εκδημοκρατιζόσασταν |
θα εκδημοκρατίζεστε | να εκδημοκρατίζεστε | (εκδημοκρατίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκδημοκρατίζονται | εκδημοκρατίζονταν εκδημοκρατιζόντουσαν |
θα εκδημοκρατίζονται | να εκδημοκρατίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκδημοκρατίστηκα | θα εκδημοκρατιστώ | να εκδημοκρατιστώ | εκδημοκρατιστεί | ||
β' ενικ. | εκδημοκρατίστηκες | θα εκδημοκρατιστείς | να εκδημοκρατιστείς | εκδημοκρατίσου | ||
γ' ενικ. | εκδημοκρατίστηκε | θα εκδημοκρατιστεί | να εκδημοκρατιστεί | |||
α' πληθ. | εκδημοκρατιστήκαμε | θα εκδημοκρατιστούμε | να εκδημοκρατιστούμε | |||
β' πληθ. | εκδημοκρατιστήκατε | θα εκδημοκρατιστείτε | να εκδημοκρατιστείτε | εκδημοκρατιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκδημοκρατίστηκαν εκδημοκρατιστήκαν(ε) |
θα εκδημοκρατιστούν(ε) | να εκδημοκρατιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκδημοκρατιστεί | είχα εκδημοκρατιστεί | θα έχω εκδημοκρατιστεί | να έχω εκδημοκρατιστεί | εκδημοκρατισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκδημοκρατιστεί | είχες εκδημοκρατιστεί | θα έχεις εκδημοκρατιστεί | να έχεις εκδημοκρατιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκδημοκρατιστεί | είχε εκδημοκρατιστεί | θα έχει εκδημοκρατιστεί | να έχει εκδημοκρατιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκδημοκρατιστεί | είχαμε εκδημοκρατιστεί | θα έχουμε εκδημοκρατιστεί | να έχουμε εκδημοκρατιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκδημοκρατιστεί | είχατε εκδημοκρατιστεί | θα έχετε εκδημοκρατιστεί | να έχετε εκδημοκρατιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκδημοκρατιστεί | είχαν εκδημοκρατιστεί | θα έχουν εκδημοκρατιστεί | να έχουν εκδημοκρατιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκδημοκρατισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκδημοκρατισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκδημοκρατισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκδημοκρατισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκδημοκρατισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκδημοκρατισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκδημοκρατισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκδημοκρατισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκδημοκρατίζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκδημοκρατίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)