εκδημοτικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδημοτικισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδημοτικισμός αρσενικό
- επανεισαγωγή αρχαίων λέξεων που δεν έχουν εισαχθεί ή δεν συμπεριλαμβάνονται στην δημοτική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδημοτικισμός
|