εκδικάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκδικάζω < λείπει η ετυμολογία

εκδικάζω

  • διεξάγω τη διαδικασία μιας δίκης από την αρχή ως το τέλος της

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]