εκδοθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδοθείς
εκδοθέντας
η εκδοθείσα το εκδοθέν
      γενική του εκδοθέντος
εκδοθέντα
της εκδοθείσας
εκδοθείσης*
του εκδοθέντος
    αιτιατική τον εκδοθέντα την εκδοθείσα το εκδοθέν
     κλητική εκδοθείς
εκδοθέντα
εκδοθείσα εκδοθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδοθέντες οι εκδοθείσες τα εκδοθέντα
      γενική των εκδοθέντων των εκδοθεισών των εκδοθέντων
    αιτιατική τους εκδοθέντες τις εκδοθείσες τα εκδοθέντα
     κλητική εκδοθέντες εκδοθείσες εκδοθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδοθείς < από την αρχαία μετοχή ἐκδοθείς, ἐκδοθεῖσα, ἐκδοθέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος ἐκδίδωμι

Μετοχή[επεξεργασία]

εκδοθείς, εκδοθείσα, εκδοθέν

Οι εκδοθείσες αποφάσεις /εφημερίδες /διατάξεις /μετοχές
Τα εκδοθέντα βιβλία
Οι εκδοθέντες τόμοι /λογαριασμοί /νόμοι /κανονισμοί
Το εκδοθέν διαβατήριο


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκδοθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκδίδομαι
  2. θα εκδοθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκδίδομαι