εκδοτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδοτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδοτήριο ουδέτερο
- γραφείο ή ταμείο στο οποίο προμηθεύεται κάποιος εισιτήρια που συνήθως έχουν εκδοθεί από κάποιον άλλο φορέα ή για τα οποία έχει κάνει ήδη κράτηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδοτήριο