εκδουλευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδουλευτικός < εκδούλευση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκδουλευτικός
- (παρωχημένο) που προσφέρει εκδούλευση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδουλευτικός
|