εκδουλευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδουλευτικός η εκδουλευτική το εκδουλευτικό
      γενική του εκδουλευτικού της εκδουλευτικής του εκδουλευτικού
    αιτιατική τον εκδουλευτικό την εκδουλευτική το εκδουλευτικό
     κλητική εκδουλευτικέ εκδουλευτική εκδουλευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδουλευτικοί οι εκδουλευτικές τα εκδουλευτικά
      γενική των εκδουλευτικών των εκδουλευτικών των εκδουλευτικών
    αιτιατική τους εκδουλευτικούς τις εκδουλευτικές τα εκδουλευτικά
     κλητική εκδουλευτικοί εκδουλευτικές εκδουλευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδουλευτικός < εκδούλευση + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εκδουλευτικός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]