εκδοχέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκδοχέας οι εκδοχείς
      γενική του εκδοχέα
εκδοχέως
των εκδοχέων
    αιτιατική τον εκδοχέα τους εκδοχείς
     κλητική εκδοχέα εκδοχείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδοχέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκδοχεύς < ἐκ + δοχ- (δέχομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκδοχέας αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]