εκδοχέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εκδοχέας | οι | εκδοχείς |
γενική | του | εκδοχέα & εκδοχέως |
των | εκδοχέων |
αιτιατική | τον | εκδοχέα | τους | εκδοχείς |
κλητική | εκδοχέα | εκδοχείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδοχέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκδοχεύς < ἐκ + δοχ- (δέχομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδοχέας αρσενικό
- (νομικός όρος) αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται μια απαίτηση, χωρίς συγκατάθεση του οφειλέτη
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδοχέας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- εκδοχέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)