εκδρομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδρομή | οι | εκδρομές |
γενική | της | εκδρομής | των | εκδρομών |
αιτιατική | την | εκδρομή | τις | εκδρομές |
κλητική | εκδρομή | εκδρομές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδρομή < αρχαία ελληνική ἐκδρομή ((σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) excursion)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδρομή θηλυκό
- ταξίδι μικρής διάρκειας για εκπαιδευτικούς ή διασκεδαστικούς κυρίως λόγους
- τα παιδιά πήγαν εκδρομή στο μουσείο φυσικής ιστορίας