εκδρομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδρομικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
εκδρομικός
- που έχει σχέση με τις εκδρομές ή με εκείνους που πηγαίνουν εκδρομές.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδρομικός
|