εκδρομισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.ðɾo.miˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδρομισμός αρσενικό
- η ενασχόληση με τη διοργάνωση (ομαδικών) εκδρομών και η αγάπη γι’ αυτή τη δραστηριότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδρομισμός
|