εκδόσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ekˈðo.si.mos/
Επίθετο
[επεξεργασία]εκδόσιμος, -η, -ο
- που μπορεί ή αξίζει να εκδοθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκδόσιμος
|