εκδόσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκδόσιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδόσιμος η εκδόσιμη το εκδόσιμο
      γενική του εκδόσιμου της εκδόσιμης του εκδόσιμου
    αιτιατική τον εκδόσιμο την εκδόσιμη το εκδόσιμο
     κλητική εκδόσιμε εκδόσιμη εκδόσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδόσιμοι οι εκδόσιμες τα εκδόσιμα
      γενική των εκδόσιμων των εκδόσιμων των εκδόσιμων
    αιτιατική τους εκδόσιμους τις εκδόσιμες τα εκδόσιμα
     κλητική εκδόσιμοι εκδόσιμες εκδόσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδόσιμος < έκδοση + -ιμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ekˈðo.si.mos/

Επίθετο[επεξεργασία]

εκδόσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]