εκεχειρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκεχειρία < αρχαία ελληνική ἐκεχειρία (ἔχω + χείρ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκεχειρία θηλυκό
- η προσωρινή παύση των εχθροπραξιών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκεχειρία