εκθέσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκθέσιμος η εκθέσιμη το εκθέσιμο
      γενική του εκθέσιμου της εκθέσιμης του εκθέσιμου
    αιτιατική τον εκθέσιμο την εκθέσιμη το εκθέσιμο
     κλητική εκθέσιμε εκθέσιμη εκθέσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκθέσιμοι οι εκθέσιμες τα εκθέσιμα
      γενική των εκθέσιμων των εκθέσιμων των εκθέσιμων
    αιτιατική τους εκθέσιμους τις εκθέσιμες τα εκθέσιμα
     κλητική εκθέσιμοι εκθέσιμες εκθέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκθέσιμος < ελληνιστική κοινή ἐκθέσιμος < αρχαία ελληνική ἔκθεσις < ἐκθέτω < ἐκ + θέτω

Επίθετο[επεξεργασία]

εκθέσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]