εκθέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκθέτης οι εκθέτες
      γενική του εκθέτη των εκθετών
    αιτιατική τον εκθέτη τους εκθέτες
     κλητική εκθέτη εκθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκθέτης < εκθέτω -ης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκθέτης αρσενικό (θηλυκό εκθέτρια)

  1. αυτός που παρουσιάζει έργα του ή προϊόντα του σε μια έκθεση
  2. (μαθηματικά) ο αριθμός στον οποίο υψώνεται ένας άλλος αριθμός ώστε να εξαχθεί μία δύναμη του δεύτερου αριθμού
    στην έκφραση 23=8 το 3 είναι ο εκθέτης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]