εκθαμβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκθαμβώνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκθαμβώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ek.θaɱˈvo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐θαμ‐βώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκθαμβώνω, αόρ.: εκθάμβωσα, παθ.φωνή: εκθαμβώνομαι, π.αόρ.: εκθαμβώθηκα, μτχ.π.π.: εκθαμβωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη θάμβος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]