εκθειαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκθειαστικός < εκθειαστής + -ικός < εκθειάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
εκθειαστικός, -ή, -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκθειαστικά
- → δείτε τις λέξεις εκθειάζω, θείος και θεός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκθειαστικός
|