εκθεμελίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκθεμελίωση | οι | εκθεμελιώσεις |
γενική | της | εκθεμελίωσης* | των | εκθεμελιώσεων |
αιτιατική | την | εκθεμελίωση | τις | εκθεμελιώσεις |
κλητική | εκθεμελίωση | εκθεμελιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκθεμελιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκθεμελίωση < εκθεμελιώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκθεμελίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκθεμελιώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκθεμελίωση
|