εκθλίβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκθλίβω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκθλίβω < αρχαία ελληνική ἐκθλίβω < θλίβω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκθλίβω (παθητική φωνή: εκθλίβομαι)

  1. πιέζω κάτι, για να αφαιρέσω τον χυμό
  2. (γραμματική) αποβάλλω το τελικό φωνήεν μιας λέξης μπροστά από άλλη που αρχίζει από φωνήεν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]