εκκαθαριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκαθαριστής < εκκαθαρίζω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκαθαριστής αρσενικό (θηλυκό: εκκαθαρίστρια)
- αυτός που εκκαθαρίζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκαθαριστής
|