εκκαλώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκκαλώ < αρχαία ελληνική ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]εκκαλώ
- (νομικός όρος) εφεσιβάλλω
- → δείτε τη λέξη αναιρεσιβάλλω
- (παρωχημένο) καλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκκαλώ
|
|