εκκαλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκαλώ < αρχαία ελληνική ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
εκκαλώ
- (νομικός όρος) εφεσιβάλλω
- → δείτε τη λέξη αναιρεσιβάλλω
- (παρωχημένο) καλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκαλώ
|