εκκενώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκκενώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκκενώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκενώνω
  3. θα εκκενώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκενώνω