εκκρεμοδικία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκρεμοδικία οι εκκρεμοδικίες
      γενική της εκκρεμοδικίας των εκκρεμοδικιών
    αιτιατική την εκκρεμοδικία τις εκκρεμοδικίες
     κλητική εκκρεμοδικία εκκρεμοδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκρεμοδικία < εκκρεμής + -ο- + -δικία ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) litispendance)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκκρεμοδικία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]