εκκρεμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκρεμώ < εκκρεμής + < αρχαία ελληνική ἐκκρεμής < ἐκκρεμάννυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

εκκρεμώ (συνήθως τριτοπρόσωπο)

  • δεν έχει λυθεί οριστικά, δεν έχει παρθεί οριστική απόφαση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]