εκλαΐκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκλαΐκευση | οι | εκλαϊκεύσεις |
γενική | της | εκλαΐκευσης* | των | εκλαϊκεύσεων |
αιτιατική | την | εκλαΐκευση | τις | εκλαϊκεύσεις |
κλητική | εκλαΐκευση | εκλαϊκεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλαϊκεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκλαΐκευση < εκλαϊκεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκλαΐκευση θηλυκό
- η ενέργεια του εκλαϊκεύω, η διαπραγμάτευση ενός σύνθετου επιστημονικού θέματος με απλό τρόπο ώστε να γίνει αντιληπτό από τους μη ειδικούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλαΐκευση