εκλεκτικιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλεκτικιστικός η εκλεκτικιστική το εκλεκτικιστικό
      γενική του εκλεκτικιστικού της εκλεκτικιστικής του εκλεκτικιστικού
    αιτιατική τον εκλεκτικιστικό την εκλεκτικιστική το εκλεκτικιστικό
     κλητική εκλεκτικιστικέ εκλεκτικιστική εκλεκτικιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλεκτικιστικοί οι εκλεκτικιστικές τα εκλεκτικιστικά
      γενική των εκλεκτικιστικών των εκλεκτικιστικών των εκλεκτικιστικών
    αιτιατική τους εκλεκτικιστικούς τις εκλεκτικιστικές τα εκλεκτικιστικά
     κλητική εκλεκτικιστικοί εκλεκτικιστικές εκλεκτικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκλεκτικιστικός < εκλεκτικιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εκλεκτικιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]