εκλογές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκλογές < πληθυντικός της λέξης εκλογή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκλογές θηλυκό πληθυντικός

  • η διαδικασία που περιλαμβάνει καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη της νέας βουλής, ευρωβουλής, διοικητικών οργάνων σε νομικά πρόσωπα κ.λπ.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]