εκλογοαπολογιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκλογοαπολογιστικός < εκλογή + -ο- + απολογιστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκλογοαπολογιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στη διαδικασία που προηγείται μιας εκλογής οργάνου και κατά την οποία το απερχόμενο εκλεγμένο όργανο υποβάλλει στο σώμα των ψηφοφόρων προς έγκριση τον απολογισμό της δράσης του
- την Τετάρτη θα γίνει η εκλογοαπολογιστική συνέλευση της τοπικής ΕΛΜΕ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλογοαπολογιστικός
|