εκλόγιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εκλόγιμος
- που έχει πιθανότητες να εκλεγεί
- Στη δεύτερη θέση της περιφέρειας Αττικής, δηλαδή σε μη εκλόγιμη θέση στα ψηφοδέλτια του κόμματος τοποθετήθηκε η...
- Τρεις αγρότες σε εκλόγιμη θέση στις προσεχείς εκλογές
- που είναι εφικτό να εκλεγεί, εκλέξιμος
- στ. "εκλόγιμος", για την εφαρμογή του παρόντος είναι κάθε πολίτης της Ένωσης που χωρίς να έχει την ελληνική ιθαγένεια είναι εκλόγιμος για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος. (Π.Δ.320 / 1999[1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλόγιμος
|