εκλύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκλύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλύω
- θα εκλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκλύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έκλυση