εκμανθάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκμανθάνω < αρχαία ελληνική ἐκμανθάνω < ἐκ + μανθάνω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκμανθάνω
- μαθαίνω κάτι τέλεια
- αποστηθίζω, απομνημονεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκμανθάνω
|