εκμεταλλευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκμεταλλευτής οι εκμεταλλευτές
      γενική του εκμεταλλευτή των εκμεταλλευτών
    αιτιατική τον εκμεταλλευτή τους εκμεταλλευτές
     κλητική εκμεταλλευτή εκμεταλλευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκμεταλλευτής < εκμεταλλεύομαι + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκμεταλλευτής αρσενικό

  • εκείνος που εκμεταλλεύται άλλους, που επωφελείται από αυτούς, που συχνά κερδίζει κάτι εις βάρος άλλων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]