εκμηδένιση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκμηδένιση | οι | εκμηδενίσεις |
| γενική | της | εκμηδένισης* | των | εκμηδενίσεων |
| αιτιατική | την | εκμηδένιση | τις | εκμηδενίσεις |
| κλητική | εκμηδένιση | εκμηδενίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκμηδενίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκμηδένιση < (μαρτυρείται από το 1871) εκμηδενίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκμηδένιση θηλυκό