εκμηχανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκμηχανίζω < εκ + μηχανή + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) mécaniser)

εκμηχανίζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]