εκμηχανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκμηχανισμός < εκμηχανίζω + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) mécanisation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκμηχανισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκμηχανισμός
|