εκμυζώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εκμυζώ
- πιπιλίζω, βυζαίνω, απορροφώ
- (μεταφορικά) παίρνω κάτι πολύτιμο, αποσπώ πιέζοντας ή εκβιάζοντας
- (μεταφορικά) εξαντλώ