εκναυλωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκναυλωτής οι εκναυλωτές
      γενική του εκναυλωτή των εκναυλωτών
    αιτιατική τον εκναυλωτή τους εκναυλωτές
     κλητική εκναυλωτή εκναυλωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκναυλωτής < εκναυλώνω + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκναυλωτής αρσενικό (θηλυκό: εκναυλώτρια)

  1. (νομικός όρος) αυτός που εκναυλώνει κάποιο πλεούμενο ή αεροπλάνο
  2. (επάγγελμα) ο πλοιοκτήτης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]