εκνευρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκνευρίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκνευρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκνευρίζω < ἐκ (εκ-) + νεῦρον (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική énerver)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kneˈvɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κνευ‐ρί‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: εκ‐νευ‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκνευρίζω, αόρ.: εκνεύρισα/εξενεύρισα, παθ.φωνή: εκνευρίζομαι, π.αόρ.: εκνευρίστηκα, μτχ.π.π.: εκνευρισμένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη νεύρο

Κλίση[επεξεργασία]

Επιπλέον ενεργητικοί λόγιοι τύποι: παρατατικός: εξενεύριζα, αόριστος εξενεύρισα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]