εκνευρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκνευρισμός οι εκνευρισμοί
      γενική του εκνευρισμού των εκνευρισμών
    αιτιατική τον εκνευρισμό τους εκνευρισμούς
     κλητική εκνευρισμέ εκνευρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκνευρισμός < μεσαιωνική ελληνική ἐκνευρισμός < ἐκνευρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκνευρισμός αρσενικό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος, επειδή κάποιο εξωτερικό ερέθισμα τον έχει ενοχλήσει, έχει νεύρα, δεν είναι τελείως ήρεμος και ίσως όχι απόλυτα ψύχραιμος και αυτό εκδηλώνεται με απότομες κινήσεις ή λόγια ή με κάποια άλλη αλλαγή στη συμπεριφορά του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]