εκνεφωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκνεφωτής αρσενικό
- (γενικότερα) ψεκαστήρας εκνεφώματος
- → δείτε και τη λέξη νεφελοποιητής
- (ειδικότερα, σπάνιο) (μηχανολογία) το καρμπιρατέρ