εκπαρθένευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπαρθένευση | οι | εκπαρθενεύσεις |
γενική | της | εκπαρθένευσης* | των | εκπαρθενεύσεων |
αιτιατική | την | εκπαρθένευση | τις | εκπαρθενεύσεις |
κλητική | εκπαρθένευση | εκπαρθενεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπαρθενεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπαρθένευση < εκπαρθενεύω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκπαρθένευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκπαρθενεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διακόρευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπαρθένευση
|